αυτιστικός

αυτιστικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με τον αυτισμό
2. «αυτιστικά παιδιά» — αυτά που παρουσιάζουν συμπτώματα αυτισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυτιστικός — ή, ό το άτομο που διακατέχεται από αυτισμό: Το κράτος οφείλει να προστατεύει τα αυτιστικά παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”